- εξώνω
- κάνω έξωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξώνω — έξωσα, εξώστηκα, εξωσμένος, μτβ., βγάζω με δικαστική απόφαση ενοικιαστή από το σπίτι μου ή από άλλο ακίνητο κτήμα μου, κάνω έξωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)